ταραχώδη

ταραχώδη
ταραχώδης
given to troubling
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
ταραχώδης
given to troubling
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
ταραχώδης
given to troubling
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ταραχώδης — ες / ταραχώδης, ῶδες, ΝΑ [ταραχή] γεμάτος ταραχή, ταραγμένος (α. «έζησε μια ζωή ταραχώδη» β. «ταραχώδης ύπνος» γ. «βίος ταραχωδέστατος», Φίλ.) νεοελλ. αυτός που γίνεται με αναταραχή, με θόρυβο, θυελλώδης («ταραχώδης διάλογος») αρχ. 1. α) (για… …   Dictionary of Greek

  • ORION — Poetis venator est, et satelles Dianae, auditor Atlantis, qui doctrinam de caelestibus motibus, et stellis ex Libya in Graeciam attulit. Nomen eius quidam ab ὥρα, quod significat differentias temporum anni, ver, aeslatem, etc. deducunt. Quamquam… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

  • κλυδωνίζομαι — (AM κλυδωνίζομαι) [κλύδων] 1. συνταράσσομαι από μεγάλη φουρτούνα, παλεύω με τα κύματα («το πλοίο κλυδωνιζόταν πολλές ώρες και κινδύνευσε να βυθιστεί») 2. μτφ. συνταράσσομαι ή ταλαιπωρούμαι όπως σε θαλασσοταραχή, βρίσκομαι σε ταραχώδη ή ασταθή… …   Dictionary of Greek

  • ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

  • Ακομινάτος — Επίθετο που αποδίδεται στους αδελφούς Μιχαήλ και Νικήτα Χωνιάτη. 1. Μιχαήλ Χωνιάτης (Χώνες Φρυγίας 1138; – μονή Προδρόμου Βοδονίτσης Λοκρίδας 1222;). Λόγιος και μητροπολίτης Αθηνών. Μετά τις σπουδές του στην Κωνσταντινούπολη διετέλεσε γραμματέας… …   Dictionary of Greek

  • Αντάρας — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αθηναίος αγωνιστής ο οποίος έλαβε μέρος και διακρίθηκε σε διάφορες μάχες υπό τις διαταγές του Ν. Αργύρη. Ήταν γνωστός και με το παρατσούκλι Καπετάν Α., το οποίο όφειλε στην ταραχώδη ζωή του την περίοδο πριν από την… …   Dictionary of Greek

  • Βαλδουίνος — I (Baldwin). Όνομα δύο Λατίνων αυτοκρατόρων της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. 1. Β. Α’ (1171 1205). Αυτοκράτορας του Βυζαντίου (1204 5). Κόμης της Φλάνδρας, από τους αρχηγούς της Δ’ Σταυροφορίας (1202) και –μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης– ο… …   Dictionary of Greek

  • Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… …   Dictionary of Greek

  • Διομήδης-Κυριακός — Επώνυμο γνωστής οικογένειας από τις Σπέτσες, μέλη της οποίας διακρίθηκαν κατά τον 19ο και τον 20ό αι. 1. Αλέξανδρος (Αθήνα 1875 – 1950). Οικονομολόγος και πολιτικός. Ήταν γιος του Νικολάου Δ. K. (βλ. 6.). Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”